- σιδηρομεταλλουργία
- demir madenciliği
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
σιδηρομεταλλουργία — η, Ν 1. το σύνολο τών βιομηχανικών εργασιών που γίνονται με σκοπό την παραγωγή ακατέργαστων ή ημικατεργασμένων προϊόντων τού σιδήρου με επεξεργασία τών μεταλλευμάτων του 2. η βιομηχανική μονάδα που παράγει τέτοια προϊόντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο *… … Dictionary of Greek
σιδηρομεταλλουργία — η βιομηχανία που ασχολείται με την εξαγωγή του σιδήρου από τα σιδηρομεταλλεύματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιδηροβιομηχανία — η, Ν 1. βιομηχανία κατεργασίας σιδήρου και κατασκευής σιδηρών προϊόντων 2. μαζική παραγωγή παρόμοιων προϊόντων 3. βιομηχανική μονάδα, εργοστάσιο στο οποίο γίνεται αυτή η διεργασία 4. η παραγωγή ακατέργαστου σιδήρου από σιδηρούχα μεταλλεύματα, η… … Dictionary of Greek